πρασάς

πρασάς
Oικισμός (υψόμ. 110 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται στον δήμο Καλλιθέας.
* * *
ο / πρασᾱς, ΝΑ [πράσον]
αυτός που καλλιεργεί ή πουλά πράσα
νεοελλ.
αυτός που αγαπά τα πράσα ως φαγητό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρασάς — ο αυτός που πουλά πράσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ԿԱԽԱՐԴԱՍԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 1034 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 14c ա. (իբր կախարդանս արարօղ, կամ կախարդասարաս, եւ կամ գիտակ կախարդութեան սարօք իւրովք, այս ինքն ամենայն հանգամանօք.) վարի իբր Կախարդ, եւ կախարդական. յն. τὰ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”